Νειλαῖος

Νειλαῖος
Νειλαιεύς
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νειλαίος — νειλαῑος, αία, ον (Α) [Νείλος] 1. αυτός που προέρχεται από τον Νείλο 2. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Νειλαῑα εορτή στην Αίγυπτο προς τιμήν τού ποταμού Νείλου, τον οποίο θεωρούσαν ως ευεργέτη τής χώρας …   Dictionary of Greek

  • Νείλαιον — Νειλαῖος from the Nile masc acc sg Νειλαῖος from the Nile neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νειλαίη — Νειλαῖος from the Nile fem nom/voc sg (epic ionic) Νειλαιεύς fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νειλαίην — Νειλαῖος from the Nile fem acc sg (epic ionic) Νειλαιεύς fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νειλαίου — Νειλαῖος from the Nile masc/neut gen sg Νειλαιεύς masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νειλαία — Νειλαῑα, τὰ (Α) βλ. νειλαίος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”